Ένα διήγημα για την εποχή εκείνη.
«Κατοχή. Αύγουστος 1943. ζέστη πολλή. Έξω η πέτρα ψήνει το ψωμί...
...ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Κι ήταν το χτύπημα άγριο και δυνατό. Ώρα αχαμνή, είπε η νινέ και σταυροκοπήθηκε. Όλοι στο πόδι. Ποιος να 'ναι; Τι άραγε να θέλουν;
Θέλει ο κμέτς, ο Βούλγαρος πρόεδρος, θέλουνε, λέει, τον πατέρα στο κοινοτικό γραφείο. Σάλος στο σπίτι. Λίγο δεν είναι ν'ακούς αχ, βαχ από δεκατρία στόματα. Πήγανε τον πατέρα στο άψε σβήσε, χωρίς να πλυθεί, χωρίς να ντυθεί.
-Θεοφανώ, φέρε μου το σακάκι, είπε στη μάνα, και ξεκίνησε. Να πάει πού; Ένας θεός το ξέρει.
-Το σιαμί μου, με φωνάζει η μάνα, θα πάω κι εγώ μαζί του.
Τη μαύρη μαντήλα ζήτησε η μάνα να φορέσει, να ...
...ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Κι ήταν το χτύπημα άγριο και δυνατό. Ώρα αχαμνή, είπε η νινέ και σταυροκοπήθηκε. Όλοι στο πόδι. Ποιος να 'ναι; Τι άραγε να θέλουν;
Θέλει ο κμέτς, ο Βούλγαρος πρόεδρος, θέλουνε, λέει, τον πατέρα στο κοινοτικό γραφείο. Σάλος στο σπίτι. Λίγο δεν είναι ν'ακούς αχ, βαχ από δεκατρία στόματα. Πήγανε τον πατέρα στο άψε σβήσε, χωρίς να πλυθεί, χωρίς να ντυθεί.
-Θεοφανώ, φέρε μου το σακάκι, είπε στη μάνα, και ξεκίνησε. Να πάει πού; Ένας θεός το ξέρει.
-Το σιαμί μου, με φωνάζει η μάνα, θα πάω κι εγώ μαζί του.
Τη μαύρη μαντήλα ζήτησε η μάνα να φορέσει, να ...
Ένα διήγημα για την εποχή εκείνη
«Κατοχή. Αύγουστος 1943. ζέστη πολλή. Έξω η πέτρα ψήνει το ψωμί...
...ένα χτύπημα ακούστηκε στην πόρτα. Κι ήταν το χτύπημα άγριο και δυνατό. Ώρα αχαμνή, είπε η νινέ και σταυροκοπήθηκε. Όλοι στο πόδι. Ποιος να 'ναι; Τι άραγε να θέλουν; Θέλει ο κμέτς, ο Βούλγαρος πρόεδρος, θέλουνε, λέει, τον πατέρα στο κοινοτικό γραφείο. Σάλος στο σπίτι. Λίγο δεν είναι ν'ακούς αχ, βαχ από δεκατρία στόματα. Πήγανε τον πατέρα στο άψε σβήσε, χωρίς να πλυθεί, χωρίς να ντυθεί. -Θεοφανώ, φέρε μου το σακάκι, είπε στη μάνα, και ξεκίνησε. Να πάει πού; Ένας θεός το ξέρει. -Το σιαμί μου, με φωνάζει η μάνα, θα πάω κι εγώ μαζί του. Τη μαύρη μαντήλα ζήτησε η μάνα να φορέσει, να κρύψει θέλει τα τριανταοχτώ της κάλλη, γιατί ήταν ακόμα νέα, κι ας έκαμε παιδιά εννιά. Τι γρήγορα που σκοτεινίασε! Βιάστηκε η μέρα να φύγει. |
-Μάζεψε τα παιδιά, μου είπε ο παππούς.
Θα είναι φαίνεται ακόμα στο γραφείο ο πατέρας, πήγε και το Λενιώ μαζί.-Δεν είναι, απάντησε το Λενιώ που μόλις είχε φτάσει. Τον πήρανε και έφυγαν. Άμα ήθελε, παππού, να φύγει, είχε καιρό, έλεγε το Λενιώ. Τον είχαν αφήσει έξω στο σαλόνι κι εγώ από τα κάγκελα της σκάλας του τραβούσα το σακάκι να φύγει, να πάει στο βουνό. Μη φοβάσαι, έλεγε ο πατέρας, δε θα με κάνουνε κακό. Δεν πείραξα ούτε μυρμήγκι σε όλη μου τη ζωή. -Και η μάνα σου; Πού είναι η μάνα σου; Ρώτησε η νινέ. -Ακολούθησε τον πατέρα, απάντησε το Λενιώ. Κακό που μας βρήκε! Ρημάξαμε από τη μια στιγμή στην άλλη. Σκόρπια τα παιδιά το ένα ξαπλωμένο εδώ, το άλλο εκεί. Σαν τα πουλιά που τους χαλάσαν τη φωλιά. -Δεν έπρεπε, θα πει κάποια στιγμή ο παππούς που καθόταν στο τελευταίο σκαλοπάτι της κάτω σκάλας με ακουμπισμένο το κεφάλι στο χοντρό κάγκελο, δεν έπρεπε να τους ακολουθήσει. Έπρεπε να πάρει το Δημητράκη και να φύγουν στο βουνό. Είχε καιρό. |
Την ώρα που ο κμετς ζήτησε φωτιά, ο πατέρας σου έτρεξε και του 'φερε δαυλό αναμμένο, από το μουτφάκι (=μαγεριό). Ήταν ευκαιρία. Με τρόπο ο κμετς του έλεγε να φύγει, γιατί εγώ είδα πως στην τσέπη του σακακιού του φαινόταν τα σπίρτα. Μα ο πατέρας σου δε μου έμοιασε, είναι πολύ αφελής.
Δίκαιο είχε ο παππούς. Τώρα έφερνα κι εγώ την εικόνα μπροστά μου. Πράγματι ο Βούλγαρος πρόεδρος είχε στην τσέπη του σακακιού του σπίρτα, από εκείνα με τα πολύχρωμα κεφαλάκια. -Δε μπορούσε μπροστά στον οπλισμένο χωροφύλακα να του πει σήκω και φύγε, διακινδύνευε τη θέση του. -Καλά παππού, να έφευγαν ο πατέρας και ο Δημητράκης, εμείς τα παιδιά τι θα απογινόμασταν; -Εμείς θα περνούσαμε πέρα από το νερό, και ας το 'καιγαν το έρημο, είπε ο παππούς και έδειξε το σπίτι... Γράφει η Μαρία Μπαΐρα-Παπαδημητρίου, (Γιατί, Ανθολόγιον, σελ. 143-144, Σέρρες, 1987) |
Ερώτηση
Ποιες ιστορικές πληροφορίες μας δίνει το παραπάνω απόσπασμα για τη βουλγαρική Κατοχή; Ποιο πιστεύεις ότι ήταν το τέλος του πατέρα της οικογένειας;
Ποιες ιστορικές πληροφορίες μας δίνει το παραπάνω απόσπασμα για τη βουλγαρική Κατοχή; Ποιο πιστεύεις ότι ήταν το τέλος του πατέρα της οικογένειας;
Ο πληθυσμός του χωριού ήταν το 1928, 2.611 κάτοικοι και 3.480 κατά την απογραφή που έγινε μετά τον πόλεμο. Οι κάτοικοι είναι γηγενείς, πρόσφυγες από τα χωριά Πετρίτσι και Στάρτσοβο της Βουλγαρίας, πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο και Βλαχόφωνοι από τα χωριά Ράμνα και Ηράκλεια (Τζουμαγιά). Σε αυτούς προστέθηκαν ακόμη 150, που εγκατέλειψαν κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο το χωριό Μεσαία (Μαχαλάδες), που βρίσκεται στην ελληνοβουλγαρική Μεθόριο. Αλεξιάδου, Η., Κυρλέσης, Κ., (2008), Ιστορικά και Λαογραφικά στοιχεία Νέου Πετριτσίου Σερρών, Νέο Πετρίτσι. Ερώτηση
Ποια σημαντικά ιστορικά γεγονότα, για τα οποία διάβασες στις προηγούμενες ενότητες, διαμόρφωσαν τη σημερινή σύνθεση του πληθυσμού του Ν. Πετριτσίου; |