Σινάλκο: ποτό της εποχής
οντάς (τουρκ. λέξη): δωμάτιο, ιδίως το επίσημο
Συντεχνία: Επαγγελματική οργάνωση κλειστή και αυτοδιοικούμενη, που αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη κατά τον Μεσαίωνα.
Τσιφλίκι: Μεγάλη αγροτική περιοχή ή και ολόκληρο χωριό που ανήκε σε ιδιώτη στην Τουρκοκρατία και όπου δούλευαν υποχρεωτικά οι κολίγοι (φτωχοί αγρότες). |